βραχυσύλλαβος

βραχυσύλλαβος
βραχυσύλλαβος, -ον (Α)
με βραχεία συλλαβή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βραχυσύλλαβος — of short syllables masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυσύλλαβον — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem acc sg βραχυσύλλαβος of short syllables neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυσυλλάβου — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυσυλλάβους — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυσυλλάβῳ — βραχυσύλλαβος of short syllables masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυσύλλαβα — βραχυσύλλαβος of short syllables neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”